- ἀναπέμπουσα
- ἀναπέμπωsend uppres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναπεμπούσας — ἀναπεμπούσᾱς , ἀναπέμπω send up pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀναπεμπούσᾱς , ἀναπέμπω send up pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμωνικός — ή, ό / χειμωνικός, ή, όν, ΝΑ [χειμών, ῶνος] νεοελλ. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού χειμώνα 2. το ουδ. ως ουσ. το χειμωνικό το καρπούζι 3. παροιμ. α) «δύο χειμωνικά σε μια μασχάλη» λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή… … Dictionary of Greek